Η Ισμήνη Μπάρακλη κατάγεται από το Ναύπλιο. Φοίτησε στο St. George Commercial College και εργάστηκε επί σειρά ετών σε μεγάλη οικονομική εφημερίδα ως Υπεύθυνη Εκδηλώσεων και Συνεδρίων. Είναι παντρεμένη και μητέρα ενός παιδιού. Γράφει για παιδιά και μεγάλους. Από τις Εκδόσεις Ψυχογιός κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά της «Το μυστικό της πεταλούδας», «Σμύρνη. Κυνήγι Μαγισσών» και το «Χελιδόνι του Βορρά». Με αφορμή το νέο της βιβλίο «Η Θεία Μπέμπα» μιλήσαμε εφ’ όλης της ύλης και με ταξίδεψε σε μια άλλη εποχή…
Ποια η πηγή έμπνευσης για τη συγγραφή της «Θείας Μπέμπας»;
Η θεία Μπέμπα γεννήθηκε σε έναν φανταστικό χώρο της μνήμης μου, δημιούργημα φαντασίας και αφηγήσεων που πίστευα μέχρι τώρα πως έχει εξασθενίσει και δεν υπάρχει. Προφανώς, όμως, όλα αυτά είναι καταγεγραμμένα στα κύτταρά μας, σε μια έσω μνήμη που κάποιες φορές η ακρίβειά της ξεπερνά κι εμάς τους ίδιους. Ήταν μια περσόνα χείμαρρος, που εδραιωνόταν και γιγάντωνε μέσα μου από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, όπως και οι ευφάνταστοι χαρακτήρες που την πλαισιώνουν. Γενναία πηγή έμπνευσης η ιδιαίτερη πατρίδα μου, το Ναύπλιο, όχι μόνο για το ατμοσφαιρικό σκηνικό, κυρίως για την κοινωνία της εποχής, τη θεατρικότητα, την αισθητική, τους παλιούς Αναπλιώτες, αναπόσπαστο κομμάτι της νοστιμάδας της πόλης μου, το αλατοπίπερο.
Συστήστε μας την οικογένεια Ροδόπουλου…
Η θεία Μπέμπα οικονόμος σε ένα αστικό αρχοντικό της δεκαετίας του 1930, την οικία Ροδόπουλου, μας ταξιδεύει στη μεγαλειώδη εκείνη εποχή, μια παρατεταμένη περίοδο μπελ επόκ για την αριστοκρατία, που στα προπολεμικά σαλόνια όλα ήταν ακόμα ρόδινα. Γνωρίζουμε, λοιπόν, την ιδιόρρυθμη, ωστόσο αξιαγάπητη φαμίλια του αρχοντικού της προκυμαίας του Ναυπλίου και λίγο πολύ την αστική κοινωνία της εποχής. Με πρώτο και καλύτερο τον κύριο Βασιλάκη, παραλή και καλόκαρδο. Ευημερεί εκ του εμπορίου ραδιοφώνων Φίλιπς. Αριστοκράτης, καλοφαγάς και φιλοβασιλικός μέχρι κεραίας.
Την Ελπινίκη, την «πέρα βρέχει» σύζυγο, συλλέκτρια καπέλων στολισμένων άλλοτε με φτερά φασιανού κι άλλοτε πάλι με βαλσαμωμένα πουλιά, με μεγάλο ενδιαφέρον στους χορούς, τις δεξιώσεις και τα σουαρέ και με ελάχιστο ενδιαφέρον στην διαπαιδαγώγηση των παιδιών που την έχει αναλάβει εξολοκλήρου η Μπέμπα.
Τις λουσούδες θυγατέρες Αρίστη και Νανά, αναθρεμμένες με γαλλικά και πιάνο, ενίοτε και με κρυφούς αγαπητικούς, ωστόσο με αντισυμβατικό βίο, που δεν ακολουθεί τα στερεότυπα και τις επιταγές της εποχής.
Τον μικρό τους γιο, τον Ντίνο, τη μεγάλη αδυναμία της Μπέμπας, που τον μεγαλώνει σαν δικό της παιδί. Ζωηρός όσο κεραμιδόγατος Γενάρη μήνα, έλιωνε ένα παντελόνι στα πισινά και αργότερα στον καβάλο. «Οι δέκα πληγές του Φαραώ» κατά τους χαρακτηρισμούς του πατέρα του, καθώς τους βάζει συχνά πυκνά όλους σε μπελάδες, «παιδί ιδιοφυία» κατά την Μπέμπα που πίνει νερό στο όνομά του. Και όλη η ιστορία λίγο πολύ κινείται γύρω από αυτήν τη αμφίδρομη σχέση αγάπης και αφοσίωσης Μπέμπας Ντίνου, μέχρι την τελευταία σελίδα σε πείσμα των χρόνων που περνούν και των δεκαετιών που διαδέχεται η μία την άλλη, φέρνοντας καταιγιστικές αλλαγές για εκείνους.
Ποιος είναι ο ρόλος της Μπέμπας;
Η θεία Μπέμπα είναι το τρίτο μάτι όχι μόνο του αρχοντικού, αλλά κυρίως των ανθρώπων του, που κατά κάποιο τρόπο «μπάζουν νερά» λόγω ιδιοσυγκρασίας και η Μπέμπα καλείται να κρατά ισορροπίες και να διαχειρίζεται με μαεστρία τις όποιες δυσλειτουργίες. Πρόκειται για μια σπιρτώδη γυναίκα, με χιούμορ, μπρίο και φλογερό ταμπεραμέντο. Πέρα, όμως, από τον πληθωρικό χαρακτήρα, είναι ένας άνθρωπος με βάθος και επίγνωση. Ο τρόπος που διαχειρίζεται τραγικές και δυσεπίλυτες καταστάσεις αφήνει ανεξίτηλη τη σφραγίδα της. Γυναίκα τολμηρή που δεν διστάζει να δοκιμάσει επανεκκινήσεις στην ζωή της, που τολμά νέες αφετηρίες και στροφές, τολμά να ζήσει πέρα από καθωσπρεπισμούς και κοινωνικά στερεότυπα και εν τέλει σκηνοθετεί τη ζωή της με τέτοιον τρόπο, ώστε να αξίζει το κάθε λεπτό της διαδρομής και η κάθε ανάσα.
«Η Ιστορία έγραφε κάθε μέρα χιλιάδες μελανές λέξεις από τόπο σε τόπο», αναφέρεται στο βιβλίο… Για ποιον λόγο επιλέξατε την εποχή του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου;
Η ιστορία ξεκινά από τη δεκαετία του 1930, μια πλούσια σε ερεθίσματα εποχή από κάθε άποψη, μια παραπλανητική περίοδο για την αριστοκρατία, που όλα έμοιαζαν ρόδινα, όμως δεν ήταν. Οι ζυμώσεις που προηγήθηκαν του πολέμου καταγράφονται στις σελίδες του βιβλίου και οι πιο παρατηρητικοί τις οσμίζονται και πειθαρχούν στα σημεία των καιρών. Είναι άλλη μια εξέχουσα στιγμή της ιστορίας της ανθρωπότητας που το ζενίθ συναντά το ναδίρ.
«Η μοναξιά είναι αυστηρός δάσκαλος. Δε χαρίζει κάστανα», επισημαίνει ο Φώτιος στην Μπέμπα. Πώς λειτουργεί για εσάς η μοναξιά; Την επιλέγετε;
Η μοναξιά έχει τη σκληρή έννοια της αποκοπής, της λησμονιάς από τους άλλους, από το κοινωνικό γίγνεσθαι. Προσωπικά δεν με εκφράζει, καθώς μετέχω ενεργά στον κοινωνικό ιστό με ποικίλους ρόλους. Η μοναχικότητα, ωστόσο, είναι στοιχείο δημιουργίας, περισυλλογής, ανάπαυσης και εσωτερικής χαράς. Αν είναι δε και καρποφόρα, σημαίνει πως τα έχεις βρει καλά με τον εαυτό σου και εισπράττεις το κέρδος αυτής της συμφωνίας.
Οι ακόλουθες φράσεις αναφέρονται στο βιβλίο: «Όταν οι άνθρωποι δεν θέλουν να με ακούσουν με λόγια, προσπαθώ με μουσική» και «Η Σχολή Καλών Τεχνών ήταν το παράθυρο της Νανάς στον έξω κόσμο». Απηχούν τις απόψεις σας για την τέχνη;
Είναι μια σπουδαία στιγμή στην ιστορία της θείας Μπέμπας, όταν δυο καλλιτέχνες ερωτεύονται μεταξύ τους μέσα στον πόλεμο και η τέχνη λειτουργεί κατά κάποιο τρόπο ως το βασικό μέσο επικοινωνίας, όταν η αγριότητα της εποχής έχει παγώσει τις καρδιές όλων. Είναι η φύση της τέχνης τέτοια, η σύστασή της, δεν έχει να κάνει με προσωπική τοποθέτηση, αλλά με μια γενικότερη αλήθεια. Η τέχνη, σε όλες τις μορφές, είναι επικοινωνία, κωδικοποιημένα σήματα. Και όταν η Νανά εκδιώκεται τρόπον τινά, βλέπει την τέχνη ως καταφυγή, είναι πράγματι το παράθυρό της στον έξω κόσμο. Δραπετεύει από τη σκληρή πραγματικότητα μέσω της τέχνης της, που και αυτό είναι μια αμφίδρομη αλήθεια σχετικά με την τέχνη, τόσο από την πλευρά του δημιουργού, όσο και από την πλευρά του ανθρώπου που την παρατηρεί σε οποιαδήποτε μορφή της.
«Ο έρωτας, Μπέμπα, είναι το αντίθετο του θανάτου», διατείνεται ο Φώτιος. Ποιος ο ορισμός του έρωτα για εσάς;
Ο έρωτας είναι ζωή, ανασύνταξη δυνάμεων, ενθάρρυνση, ολική ανασύσταση, και έτσι ακριβώς λειτούργησε για τον Φωτάκη, που αν δεν υπήρχε στη ζωή του η Μπέμπα να τον βάλει στον χορό του έρωτα, θα πέθαινε. Επιβίωσε χάρη στον έρωτα που τον σήκωσε ψηλά και ο καταλυτικός ρόλος της Μπέμπας μέσα από μια συγκλονιστική αλληλογραφία, τραγική θα έλεγα, φαινομενικά ανάλαφρη, στην ουσία της όμως βαθυστόχαστη, αποτέλεσε την αποκλιμάκωση του ελλοχεύοντος θανάτου.
«Ερχόμαστε πλούσιοι σε αυτόν τον κόσμο και δεν το ξέρουμε. Μόνο η υγεία έχει σημασία», επισημαίνει ο Φώτιος. Πώς επηρέασε η πανδημία τη ζωή σας;
Αντιληφθήκαμε όλοι μας την εύθραυστη σύστασή μας, πως είμαστε περαστικοί σε έναν σύντομο και απρόβλεπτο κύκλο ζωής και ο μόνος υπαρκτός πλούτος είναι βασικά η υγεία. Επιτρέψτε μου να προσθέσω και την καλή καρδιά.
«Τον ενδιέφερε περισσότερο η ελευθερία του. Ήταν ένας χορτασμένος άνθρωπος. Τα είχε βρει με τον εαυτό του, δεν υπήρχαν κενά. Ήταν της φιλοσοφίας πως οι άνθρωποι με εσωτερικά κενά είναι συνήθως ευάλωτοι στην αναζήτηση συντρόφων, προκειμένου να τα γεμίσουν», αναφέρεται στο βιβλίο. Ποια η δική σας άποψη;
Αυτή είναι η πραγματικότητα για τον Ντίνο, για τον χαρακτήρα του συγκεκριμένου ανθρώπου, για τις δικές του εγγραφές και τη φιλοσοφία της ζωής του. Για την Μπέμπα, πάλι, υπάρχει μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα, μοιράσματος, συντροφικότητας, μέσα από την τολμηρή της επανεκκίνηση με τον Φωτάκη, αλλά και πριν από αυτή με τον τρόπο που αλληλεπιδρά και δίνεται γύρω της.
Καταλήγουμε λοιπόν πως ο κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός όπως και οι ανάγκες του, όπως και οι δεδομένες συνθήκες της ζωής του, και ζυγίζοντας τον ψυχισμό των ηρώων του βιβλίου, ο κάθε ένας από αυτούς είχε την δική του πορεία. Αν θέλετε την προσωπική μου άποψη περί ελευθερίας, ενέχει οπωσδήποτε την έννοια της πειθαρχίας, όπως και του καθήκοντος, γιατί μόνο έτσι η ελευθερία είναι κέρδος και όχι αλόγιστο ξόδεμα, δηλαδή ασυδοσία. Με βρίσκει ακριβώς στα λόγια Καζαντζάκη από την Αναφορά στον Γκρέκο: «Άστρα, πουλιά, σπόροι μέσα στο χώμα, όλα υπακούουν. Και μόνο ο άνθρωπος σηκώνει κεφάλι και θέλει να παραβεί το νόμο και να μετατρέψει την υπακοή σε ελευτερία. Γι’ αυτό κι απ’ όλα τα πλάσματα του Θεού αυτός μονάχα μπορεί κι αμαρταίνει. Τι θα πει αμαρταίνει; χαλνάει την αρμονία».
Η Μπέμπα ήταν ο μοχλός ύπαρξης του Ντίνου. Ποιος είναι ο δικός σας μοχλός ύπαρξης;
Η Μπέμπα εν πολλοίς διαμόρφωσε τον χαρακτήρα του Ντίνου όχι μόνο στα μικρά και ασήμαντα της παιδικής του ζωής, κυρίως όμως στην αθέατη πλευρά της συμπεριφοράς της απέναντί του, και συγκεκριμένα στο γεγονός πως τον θαύμαζε απεριόριστα, τον αγαπούσε και τον αποδεχόταν άνευ όρων, ουδέποτε τον αμφισβήτησε -απεναντίας την περίοδο της τρέλας των παιδικών του χρόνων, όταν όλοι γύρω του τον θεωρούσαν μεγάλο μπελά, εκείνη έβλεπε πάντα ένα παιδί ιδιοφυία. Και αυτό αντανακλά στην εξέλιξή του, στηνμετέπειτα πορεία του, στις επιτυχίες του ακόμα και με το άλλο φύλλο. Καθώς πίστεψε στον εαυτό του, στις δυνάμεις του, γεγονός που τον βοήθησε να μεγαλουργήσει στο μέλλον και επαγγελματικά.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο λοιπόν, μοχλός της δικής μου ύπαρξης στάθηκαν οι γονείς μου που τους χρωστάω πολλά.
Πώς θα αποδίδατε τη σημασία της συγγραφής;
Είναι μια πολυτέλεια που έχει ο δημιουργός, περισυλλογής, εμβάθυνσης, εκμηδένισης αποστάσεων και χρόνου. Διάγουμε, κατά κάποιον τρόπο, έναν πολυτελή βίο μέσα στην ασφυκτική πολλές φορές καθημερινότητα. Και όλο αυτό έχει μια γοητεία, είναι σαν να ζεις πολλές ζωές, σαν να σπουδάζεις χαρακτήρες, καταστάσεις, γεγονότα, να παρατηρείς την Ιστορία, τις στροφές της, όπως και τις στροφές της μοίρας, τις εναλλαγές της ζωής, το περιβόητο όλων: «Τα πάντα ρει».
Ποιο βιβλίο ξεχωρίσατε πρόσφατα και μας προτείνετε να διαβάσουμε;
«Το κορίτσι της στάχτης» του Μένιου Σακελλαρόπουλου, άξιος θεματοφύλακας της Ιστορίας, φέρνει στο προσκήνιο το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων μέσα από μια αληθινή ιστορία, για να φρεσκάρει τη μνήμη όλων μας.
Πώς επιλέγετε πια ένα βιβλίο;
Είναι πολύ προσωπικό το θέμα της επιλογής και τα αισθητικά κριτήρια του κάθε ανθρώπου, διαφοροποιείται οπωσδήποτε αναλόγως των συνθηκών και της εκάστοτε ψυχολογίας, όπως ακριβώς με μια κινηματογραφική ταινία ή μια θεατρική παράσταση. Συνήθως από τις πρώτες σελίδες ενός βιβλίου αφουγκράζεσαι την πρόθεση του δημιουργού, κατά κάποιον τρόπο υπάρχει μια ρέουσα ενέργεια, που ίσως σου ταιριάζει την δεδομένη στιγμή, ίσως και όχι.
Ποιοι συγγραφείς σας επηρέασαν;
Και εξακολουθούν να επηρεάζουν και να εμπνέουν, καθώς όσα χρόνια κι αν έχουν μεσολαβήσει από τη δημιουργία ενός έργου παραμένει ζωντανό, πολλές φορές και επίκαιρο. Ξεχωρίζω την Νεοελληνική λογοτεχνία για την ποιότητά της και για τον αφηγηματικό πλούτο από τον Παπαδιαμάντη κι εντεύθεν και πιστεύω πως η Ελλάδα, η ενέργειά της, το φως της, η Ιστορία της, γαλούχησαν και θα συνεχίσουν να γαλουχούν θαυμαστούς λογοτέχνες, φτάνοντας μέχρι και τη σύγχρονη πεζογραφία και πάντα θα ανακαλύπτω έργα που θα με ξαφνιάζουν. Έχουμε μια περιουσία στα χέρια μας, αρκεί να την εκτιμήσουμε και να την εντάξουμε στην καθημερινότητά μας.
Ποιο βιβλίο θα θέλατε να είχατε γράψει;
Θαυμάζω πολλά βιβλία για διάφορους λόγους, έμπνευσης, αφήγησης, εικονοπλασίας. Ωστόσο, κάθε βιβλίο καθρεπτίζει τον δημιουργό του, τον ψυχισμό του, τον εσωτερικό του κόσμο. Κατ’ αυτή την έννοια, κανένα βιβλίο δεν θα μπορούσε να είναι δικό μου και ούτε θα το ήθελα, πέρα από τα δικά μου βιβλία που αντικατοπτρίζουν εμένα και τη δεδομένη στιγμή που τα έγραφα.
«Κατοικείτε» τα βιβλία που διαβάζετε; Υπογραμμίζετε φράσεις;
Διακριτικά, με μολύβι πάντα, στο κενό δεξιά, όχι συχνά όμως, συνήθως τα φυλάω στη μνήμη μου.
Επόμενα συγγραφικά σχέδια;
Εύχομαι και ελπίζω ο χρόνος και οι συνθήκες να φέρουν το επόμενο βιβλίο που έχω αρχίσει ήδη να απολαμβάνω τη γραφή του.