Η Κατερίνα Δουρμούση ξεχώρισε πέρυσι με το «Προσωπείο» της, το οποίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πηγή, καθώς πρόκειται για ένα συναρπαστικό θρίλερ με εξαιρετικά δοσμένα ψυχολογικά πορτρέτα. Όταν δεν διδάσκει την αγγλική γλώσσα, κάτι που κάνει τα τελευταία 18 χρόνια, διαβάζει, ταξιδεύει και γράφει. Τη γοητεύουν η τέχνη και η επιστήμη της ψυχολογίας. Με αφορμή το «Προσωπείο» συναντηθήκαμε και περιπλανηθήκαμε στα συγγραφικά της μονοπάτια…
Πότε ξεκινήσατε να γράφετε το συγκεκριμένο βιβλίο και ποια ήταν η πηγή έμπνευσής σας;
Κυρία Αλεξίου, καταρχήν θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για τη φιλοξενία στο εξαιρετικό blog σας!
Ξεκίνησα να γράφω το «Προσωπείο» είκοσι χρόνια πριν. Πάντα αγαπούσα τη συγγραφή και οι συγκυρίες την εποχή εκείνη ήταν ευνοϊκές. Ωστόσο, λίγο αργότερα έγινα μητέρα και τα σχέδια μου μπήκαν για πολλά χρόνια σε δεύτερη μοίρα. Όταν το παιδί μου έγινε ένα μεγάλο κορίτσι, συνέχισα το έργο μου στον ελεύθερο χρόνο μου και κατάφερα να το ολοκληρώσω το 2019. Πλέον είμαι αποφασισμένη πως θα συνεχίσω να γράφω, καθώς αυτό με κάνει να νιώθω δημιουργική, χαρούμενη και ισορροπημένη.
Ήταν κάτι χρονοβόρο, καθώς, όπως καθίσταται σαφές, βασιστήκατε και σε επιστημονικά δεδομένα; Μελετήσατε βιογραφίες κατά συρροήν δολοφόνων; Παρακολουθήσατε σεμινάρια ψυχολογίας;
Η αλήθεια είναι ότι η μελέτη των βιογραφιών των κατά συρροή δολοφόνων αλλά και της ιστορίας και της εξέλιξης του criminal profiling δεν έγινε αρχικά ως έρευνα με σκοπό να γράψω το βιβλίο. Διάβαζα για καιρό πράγματα γύρω από αυτού του τύπου τα εγκλήματα, γιατί ήταν κάτι που έβρισκα πολύ ενδιαφέρον. Στην πορεία με συγκλόνισαν πολλά από τα περιστατικά και αυτό αποτέλεσε το κίνητρο, για να επιλέξω το θέμα μου. Αργότερα, όταν αποφάσισα να συνεχίσω, έκανα online μαθήματα ψυχολογίας στο British Columbia University, τα οποία μου προσέφεραν επιπλέον πολύτιμες γνώσεις. Αλλά και πάλι, το έκανα για λόγους προσωπικής εξέλιξης και όχι με σκοπό να εμπλουτίσω τις ιδέες μου. Όλα αυτά, όμως, είχαν σαν αποτέλεσμα το ότι τα πάντα βασίζονται σε επιστημονικά δεδομένα.
Όταν ξεκινήσατε να γράφετε την ιστορία, είχατε ήδη στο μυαλό σας το τέλος της ιστορίας;
Όταν γράφω, έχω ένα πλάνο σύμφωνα με το οποίο κινούμαι. Δεν είναι ένα αυστηρό σχέδιο, αλλά είναι η βάση μου για να εξελίξω την ιστορία μου. Έτσι, λοιπόν, από την αρχή είχα δύο διαφορετικές εκδοχές στο μυαλό μου για το τέλος. Η αλήθεια είναι πως η μία οδηγούσε σε μια όχι και τόσο ευχάριστη έκβαση και η άλλη σε ένα τέλος που κατά κάποιον τρόπο αποτελούσε ένα happy end. Εν τέλει, επέλεξα να κλείσω την ιστορία με βάση το τι θα ήθελα εγώ να συμβεί στους ήρωες, αν διάβαζα το βιβλίο. Ελπίζω να έκανα σωστή επιλογή, αν και αυτό μπορούν να μας το πουν μόνο οι αναγνώστες!
Τα ψυχολογικά πορτρέτα είναι άψογα δοσμένα και είναι φανερό πως κύριος στόχος σας ήταν να δώσετε μία εις βάθος ανάλυση των χαρακτήρων. Τι σας δυσκόλεψε όσον αφορά την απόδοση του ανθρώπινου ψυχισμού και την ερμηνεία της ανθρώπινης σκέψης;
Πραγματικά, ακριβώς αυτός ήταν ο στόχος μου. Και οφείλω να πω ότι ενώ φυσικά η πλοκή είναι βασικό στοιχείο ενός μυθιστορήματος και το «Προσωπείο» είναι ένα περιπετειώδες αφήγημα, το γεγονός ότι κινείται σε απόλυτα ρεαλιστικά πλαίσια ήταν ένας λόγος που επέλεξα να δώσω μεγαλύτερη έμφαση στα ψυχολογικά πορτρέτα και τις συγκρούσεις των ηρώων από ό,τι συνηθίζεται στα βιβλία αυτού του είδους. Ήθελα να πω την ιστορία μιας γυναίκας που ζούσε με έναν κατά συρροή δολοφόνο δίχως να το γνωρίζει, όχι να περιγράψω μερικούς ακόμη εμπνευσμένους φόνους, όπως κατ’ εξακολούθηση γίνεται σε αντίστοιχα βιβλία.
Δεν θα έλεγα πως με δυσκόλεψε κάτι ιδιαίτερα, ωστόσο επέιδή είχα μελετήσει τόσο πολύ προηγουμένως, ήταν λες και οι ήρωές μου μου μιλούσαν, λες και μου ζητούσαν να βγάλω προς τα έξω το προσωπικό τους δράμα. Σαν να ήθελαν να μάθουν όλοι πόσο υποφέρει η παραμελημένη κόρη και μετέπειτα σύζυγος και ο κακοποιημένος ψυχικά γιος που εκφράζεται ακραία, προκειμένου να ικανοποιήσει την ακατανίκητη του ανάγκη για επιβολή.
Συστήστε μας τον Δημήτρη, ο οποίος απ’ ό,τι φαίνεται παλεύει με τους δαίμονές του και θεωρεί πως είναι αναφαίρετο δικαίωμά του να κυριαρχεί στο σώμα και τη ζωή άλλων ανθρώπων…
Ο Δημήτρης είχε την ατυχία να μεγαλώσει σε μια οικογένεια όπου η απουσία του πατέρα, από τη μια, και η σκληρή αντιμετώπισή του ως παρείσακτου από τη μητέρα του, από την άλλη, τον έκανε να υποφέρει ως παιδί. Τότε αρχίζει να εκδηλώνει κάποια χαρακτηριστικά που αποτελούν τον πρόδρομο της μετέπειτα εξέλιξής του. Έχοντας ζήσει στο περιθώριο στην παιδική του ηλικία, έχει την ανάγκη να επιβληθεί, να κυριαρχήσει και τέλος να αφαιρέσει τη ζωή από τα θύματά του, προκειμένου να βρει ψήγματα ικανοποίησης, γιατί στην ουσία μετά από τις θλιβερές πράξεις του, βρίσκεται και πάλι αντιμέτωπος με το δυσβάσταχτο κενό που νιώθει. Δυστυχώς, ανάμεσα στα θύματά του κατά κάποιον τρόπο είναι και η Μαρίνα, που εισπράττει τα αποτελέσματα της επιλογής της, καθώς τον έχει διαλέξει για σύζυγό της παρασυρμένη από το παραπλανητικά γοητευτικό του παρουσιαστικό, αλλά και από άλλους παράγοντες που σχετίζονται με την ψυχοσύνθεσή της.
«Υπήρχαν τέρατα εκεί έξω, που άλλοτε η φύση και άλλοτε η οικογένεια τα έθρεφε, ώσπου να θεριέψουν και να κατασπαράξουν ψυχές και σώματα». Πόσο καθοριστική ήταν γι’ αυτόν η επιρροή της γονεϊκής συμπεριφοράς;
Όπως είναι γνωστό, η συντριπτική πλειοψηφία των κατά συρροή δολοφόνων έχει βιώσει τερατώδεις καταστάσεις στην οικογένειά της. Ο ρόλος της μητέρας είναι καθοριστικός και στην περίπτωση του Δημήτρη, που δεν έχει πάρει ίχνος ενδιαφέροντος, στοργής, αγάπης και αποδοχής. Συνεπώς, δεν μπορεί να αισθανθεί τίποτε άλλο πέρα από ανεξέλεγκτο θυμό και αγανάκτηση, αφού αξίζει να ειπωθεί ότι ακόμη και στο σχολικό περιβάλλον του ήταν θύμα εκφοβισμού. Όλα δείχνουν πως η γονεϊκή συμπεριφορά είναι σαφώς αυτό που επηρέασε την εξέλιξή του. Δεν έχει πάψει να μελετάται το κατά πόσο υπάρχει το ενδεχόμενο να έχει ένας άνθρωπος ροπή προς τη βία λόγω γενετικής προδιάθεσης, μα στην προκειμένη περίπτωση η γενεσιουργός αιτία είναι η οργή και το μίσος του απέναντι στη μητέρα του.
Μιλήστε μας για την κεντρική ηρωίδα, τη Μαρίνα, και τη δική της οικογένεια; Οι αποφάσεις που πήρε λήφθηκαν με γνώμονα να τους ευχαριστήσει;
Όπως είπα και προηγουμένως, υπήρξαν διάφοροι παράγοντες που έστρεψαν τη Μαρίνα στο να επιλέξει το να έχει δίπλα της, τυπικά τουλάχιστον, έναν άντρα σαν τον Δημήτρη. Τόσο αυτός όσο και οι προηγούμενες επιλογές των ερωτικών της συντρόφων ήταν επηρεασμένες καταρχήν από το πατρικό πρότυπο. Ο μπαμπάς της δεν την επαινούσε ποτέ, ήταν αποστασιοποιημένος και αυταρχικός. Και ο Δημήτρης ήταν, επίσης, ένας τέτοιος άνθρωπος. Παράλληλα με αυτό ήταν δεδομένο ότι κατά κάποιον τρόπο σπρώχτηκε από τους γονείς της στο να κάνει μια βιαστική επιλογή, αφού την πίεζαν να προχωρήσει στη ζωή της. Στην ουσία, δεν ήθελε ακριβώς να τους ικανοποιήσει, αλλά να πάψει να είναι υπόλογη απέναντί τους για κάθε της πράξη. Να ξεφύγει από τον κλοιό της οικογένειάς της, που ήθελε να ελέγχει τόσο εκείνη όσο και την αδελφή της. Αυτός ήταν ακόμη ένας παράγοντας που μοιραία καθόρισε τις αποφάσεις της.
«Πρέπει να βγάλεις πια από τη ζωή σου ό,τι είναι τοξικό. Πρέπει να καθαρίσεις την ψυχή σου από ό,τι σε βαραίνει. Να ελευθερωθείς. Και τότε μόνο θα μπορέσεις να επανασυγκροτηθείς. Να βρεις τη Μαρίνα που έχασες, ή ακόμη καλύτερα, τη Μαρίνα που πάντα θα ήθελες να είσαι». Τι αποζητά επί της ουσίας η Μαρίνα μέσα από την ψυχοθεραπεία; Τη λύτρωση; Την αυτογνωσία; Ή το να διεκδικήσει τη ζωή που της αξίζει;
Αρχικά η Μαρίνα είναι εξαιρετικά διστακτική. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι δεν είναι πολύ ξεκάθαρο στο μυαλό της το τι ακριβώς επιδιώκει να αποκομίσει από την επαφή της με τον Αλέξη, που έχει την ιδιότητα του ψυχιάτρου – ψυχοθεραπευτή. Στο πρόσωπο της Μαρίνας καθρεφτίζονται όλοι όσοι αναζητώντας λύση στα υπαρξιακά αλλά και πρακτικά ζητήματα που τους ταλαιπωρούν, σκέφτονται την θεραπεία αλλά δεν το αποφασίζουν, καθώς θεωρούν πως ακόμη και σήμερα, που πλέον κάτι τέτοιο είναι τόσο διαδεδομένο, είναι μια επιλογή που ενδεχομένως να τους στιγματίσει και γι’ αυτόν το λόγο, αυτοί που τελικά επισκέπτονται έναν ειδικό ψυχικής υγείας συχνά δεν το αποκαλύπτουν στους οικείους τους.
Στην πορεία της θεραπείας της μέσα από τη δουλειά που γίνεται και όσο προχώρα σε βάθος, όσο ανοίγεται δηλαδή στον Αλέξη, η Μαρίνα αρχίζει να θέτει πιο ξεκάθαρους στόχους. Θέλει πραγματικά να λυτρωθεί από τα δεσμά που τελικά καταλαβαίνει ότι έχει μόνη της βάλει στον εαυτό της, να πάρει αποφάσεις και να ζήσει όμορφα. Να μπορέσει να διεκδικήσει ό,τι της αξίζει, παίρνοντας επιτέλους στα χέρια της τη ζωή της. Αυτή είναι μια επίπονη διαδικασία. Σιγά σιγά, όμως, καταλαβαίνει πως η θέα από την κορυφή του βουνού θα την αποζημιώσει για την κοπιαστική ανάβαση.
Ποιοι συγγραφείς σας επηρέασαν;
Το «Προσωπείο» είναι ένα ψυχολογικό θρίλερ με στοιχεία αστυνομικού μυθιστορήματος. Ωστόσο, ο Ίρβιν Γιάλομ μπορώ να πω τελικά ότι με επηρέασε στο να αποφασίσω να συνδυάσω την πλοκή με μία ιστορία ψυχοθεραπείας. Είναι ένας συγγραφέας που θαυμάζω ιδιαίτερα. Θυμάμαι την ημέρα που πήγα να παρακολουθήσω την ομιλία του στο Μέγαρο Μουσικής! Ήμουν τόσο ενθουσιασμένη κι ας μην είχα την ευκαιρία να τον δω από κοντά. Θεωρώ πως δεν υπάρχει όμοιός του.
Ποιο λογοτεχνικό είδος αγαπάτε;
Μου αρέσουν τα ρεαλιστικά κυρίως μυθιστορήματα και η ποίηση. Τον τελευταίο καιρό διαβάζω πολλά διαφορετικά είδη λογοτεχνίας, τόσο ελληνικής όσο και ξένης. Θεωρώ ότι κάποιος που γράφει πρέπει να διαβάζει πολύ. Το κάθε λογοτεχνικό είδος έχει τη δική του ξεχωριστή αξία στα χέρια ενός συγγραφέα-αναγνώστη.
Ποιο βιβλίο θα θέλατε να είχατε γράψει και για ποιο λόγο;
Η «Μεγάλη χίμαιρα» του Καραγάτση είναι ένα βιβλίο που με εντυπωσίασε για πολλούς λόγους. Δεν θα μπορούσα ποτέ φυσικά να διανοηθώ πώς θα ήταν δυνατόν να γράψω ένα τέτοιο αριστούργημα, αλλά μπορώ να πω γιατί το θεωρώ ένα κορυφαίο έργο. Ο συγγραφέας αναλύει έναν γυναικείο χαρακτήρα σε μεγάλο βάθος. Η κεντρική ηρωίδα παραπαίει παρασυρμένη στον «φαύλο κύκλο του έρωτα και του θανάτου». Η «Μεγάλη χίμαιρα» είναι ένα ψυχογράφημα με έντονα ηθογραφικά στοιχεία. Οι περιγραφές των συναισθημάτων συναγωνίζονται σε ομορφιά και πλούτο εκείνες της φύσης, τα πάντα είναι δοσμένα με έναν αριστοτεχνικό τρόπο που συνεπαίρνει τον αναγνώστη. Ο λυρικός λόγος και οι αφηγηματικές τεχνικές που χρησιμοποιεί ο Καραγάτσης έχουν μια μαγεία που δεν έχω συναντήσει σε άλλο βιβλίο. Ποιος δεν θα ήθελε να έχει γράψει ένα έργο που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από εκείνα των μεγάλων συγγραφέων της παγκόσμιας λογοτεχνίας;
Τι διαβάσατε πρόσφατα και μας προτείνετε;
Διάβασα πρόσφατα την «Αστυνομία της μνήμης», ένα βιβλίο που γενικότερα έχει κάνει μεγάλο θόρυβο τελευταία, όχι αδίκως. Έχω διαβάσει κάποια δυστοπικά μυθιστορήματα, μα τίποτα δεν μοιάζει με αυτό. Η Ογκάουα μας μεταφέρει σε ένα ασύλληπτο σκηνικό. Η πρωτότυπη ιστορία της με άφησε άφωνη, αλλά και μουδιασμένη, για να είμαι ειλικρινής. Το συστήνω ανεπιφύλακτα σε κάθε αναγνώστη που αναζητά κάτι διαφορετικό!
Ποια τα επόμενα σχέδιά σας;
Αυτόν τον καιρό γράφω ένα μυθιστόρημα εμπνευσμένο από πραγματικά γεγονότα. Είναι ένα κοινωνικό έργο το οποίο πραγματεύεται ένα βαρύ και δύσκολο θέμα, που με έχει συγκλονίσει. Σκοπεύω να το δουλέψω πιο εντατικά τους επόμενους μήνες και ενδεχομένως να είναι έτοιμο μέχρι το τέλος του χρόνου!